επιτροχάδην

επιτροχάδην
(AM ἐπιτροχάδην) [τροχάδην]
επίρρ. βιαστικά, χωρίς πολλή προσοχή, σύντομα, με σπουδή, στα πεταχτά (α. «επιτροχάδην ερμηνεία» — ερμηνεία βιαστική, χωρίς να προηγηθεί λεπτομερής γλωσσική επεξεργασία
β. «διάβασα το έγγραφο επιτροχάδην» γ. «ἐπιτροχάδην ἀγόρευεν», Ομ. Ιλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτροχάδην — ἐπιτροχάδη indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτροχάζω — ἐκτροχάζω (Α) 1. βγαίνω έξω τρέχοντας, εκτρέχω* 2. πραγματεύομαι με συντομία, διέρχομαι επιτροχάδην …   Dictionary of Greek

  • επιδρομάδην — ἐπιδρομάδην (Α) επίρρ. 1. επιτροχάδην, πολύ γρήγορα 2. βιαστικά, απρόσεχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομ άδην (< δρόμος)] …   Dictionary of Greek

  • εφοδευτικώς — ἐφοδευτικώς (Α) επίρρ. επιτροχάδην, ως εν παρόδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *εφοδευτικός (< εφοδευτής)] …   Dictionary of Greek

  • ξεφυλλίζω — 1. αποσπώ τα φύλλα φυτού 2. φυλλομετρώ έντυπο, γυρίζω βιαστικά τα φύλλα του, διαβάζω βιβλίο επιτροχάδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεφύλλισα (βλ. λ. ξ[ε] ), αόρ. τού εκφυλλίζω με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

  • παρατρέχω — ΝΜΑ αντιπαρέρχομαι, δεν αναφέρω κάτι, παραλείπω, παραβλέπω, παρασιωπώ κάτι («παρατρέχω όλα τα επουσιώδη και έρχομαι στα πιο σημαντικά» νεοελλ. 1. ανταγωνίζομαι με κάποιον στον δρόμο, παραβγαίνω στο τρέξιμο 2. τρέχω υπερβολικά, κάνω πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • συνεπιτροχάζω — ΜΑ παθ. συνεπιτροχάζομαι (για λόγο) εκφωνούμαι επιτροχάδην, πολύ βιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιτροχάζω «τρέχω, καλπάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”